σημεῖον, τό, -ου 
記號、神蹟 sign, miracle (σημειο-, 77)

 例句 
林前1:22 ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖα αἰτοῦσιν καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν.
Since Jews are asking for signs and Greeks are seeking wisdom.
(猶太人是要神蹟,希利尼人是求智慧)

帖後3:17 Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου, ὅ ἐστιν σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ.
The greeting (is) in my hand, Paul's (hand), which is a sign in every letter.
(這問安是我保羅的親筆,凡我的信都以此為記號)

 同根字 
σημειόω, σημαίνω